Αναρτήθηκε στις:
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013
Δημοσιεύθηκε από
billym
Οροπέδιο Δομοκού: τόπος των δημητριακών και της δρυός
Φωτογραφία Ν.Δ., 2008
Το βουνό
Το οροπέδιο του Δομοκού βρίσκεται πάνω στο όρος Όθρυς (1.700 μ. η υψηλότερη κορυφή του). Η Όθρυς, μια παραφυάδα της Πίνδου, χωρίζει τη θεσσαλική πεδιάδα από το Μαλιακό κόλπο και την κοιλάδα του Σπερχειού. Στη δυτική και ανατολική προέκτασή της φτάνει από τον κόλπο του Βόλου μέχρι τα βουνά των Αγράφων. Η απόληξη της νότιας πλευράς της προς την κοιλάδα του Σπερχειού είναι σχετικά απότομη και ευκρινής, και η πλευρά προς τη Θεσσαλία εμφανίζει μια σχετικά ανώμαλη διαμόρφωση. Το βουνό χαμηλώνει αρκετά (γύρω στα 500 μ.) και σχηματίζει δύο λεκάνες, τη λεκάνη της Ξυνιάδας και τη λεκάνη της Μελιταίας ή άνω κοιλάδα του Ενιπέα ποταμού. Βόρεια της λίμνης της Ξυνιάδας, στην προέκταση του Δομοκού, υψώνεται το Ξεροβούνι (υψόμετρο 982 μ.), το οποίο προς βορρά πέφτει απότομα στην πεδιάδα. Ο Ενιπέας αφού αποστραγγίσει στη διαδρομή του τα νερά των χειμάρρων της λεκάνης της Μελιταίας μέσα από τον Κασιαδιάρη (υψόμ. 1.009 μ.) κατευθύνεται στη θεσσαλική πεδιάδα (βλ. Σχήμα 1).
Η λεκάνη της Ξυνιάδας
Η λεκάνη της Ξυνιάδας συγκροτεί μία ενότητα, χάρη στον περίγυρο που σχηματίζουν τα βουνά, με μόνο άνοιγμα στα ανατολικά τη χαμηλή αλυσίδα λόφων (534 μ.), σύνορο με τη λεκάνη της Μελιταίας. Η λεκάνη αυτή καλυπτόταν, μέχρι το 1942, στο μεγαλύτερο μέρος της από μια μεγάλη αβαθή ορεινή λίμνη που στην αρχαιότητα ονομαζόταν –από την παρακείμενη πόλη Ξυνίαι– λίμνη Ξυνιάς. Το μέσο υψόμετρο της λίμνης ήταν περίπου 470 μέτρα και η έκταση που κάλυπταν τα νερά της το χειμώνα, όταν η στάθμη τους έφτανε στο ανώτατο ύψος, ήταν περίπου 31.000 στρέμματα και από αυτά περίπου 5.000 ήταν βάλτος. Τα νερά της λίμνης ήταν στο μέγιστο ποσοστό τους βρόχινα και προέρχονταν από την ευρύτερη λεκάνη απορροής. Τα νερά που περίσσευαν από τη λίμνη έφευγαν από το βορειοδυτικό άκρο της μέσω του χειμάρρου Μπαμπαλή (Πενταμύλη) προς το Σοφιαδίτικο ποτάμι και από εκεί προς τον Πηνειό. Η αποξήρανσή της άρχισε το 1937 και ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1942 με την κατασκευή ενός καναλιού που παροχετεύει τα νερά της στο Σοφιαδίτικο. Η γεωργική εκμετάλλευση των εδαφών που αποκαλύφθηκαν άρχισε το 1953 και τα στραγγιστικά έργα τελείωσαν το 1972 (βλ. Σχήμα 2).
Η λεκάνη της Μελιταίας ή του άνω ρου του Ενιπέα ποταμού
Η λεκάνη της Μελιταίας συγκροτεί παρόμοια ενότητα με αυτή της Ξυνιάδας, περιβάλλεται από βουνά στις τρεις πλευρές της και έχει κοινή την τέταρτη πλευρά με τη λεκάνη της Ξυνιάδας. Στη λεκάνη της Μελιταίας, οι έντονα διακλαδισμένοι χείμαρροι των γύρω βουνών συγκεντρώνονται βορειοανατολικά στο πιο βαθύ τμήμα της πεδιάδας (340 μ.) και σε αντίθεση με τη λεκάνη της Ξυνιάδας βρίσκουν πέρασμα ανάμεσα στα βουνά (βλ. Σχήμα 3 και Εικόνα 1). Το ποτάμι που σχηματίζουν, ο Ενιπέας, διατρέχει τη νοτιοδυτική πεδιάδα της Θεσσαλίας και εκβάλλει στον Πηνειό, αποτελώντας το σπουδαιότερο παραπόταμο της δεξιάς όχθης του.
Ο Δομοκός
Η κορυφή Ξεροβούνι χωρίζει τη λεκάνη Ξυνιάδας από τη θεσσαλική πεδιάδα. Ανατολικά, ψηλά σε μια απότομη βραχώδη περιοχή και πάνω από το άκρο της πεδιάδας, βρίσκεται ο Δομοκός, του οποίου το αρχαίο όνομα ήταν Θαυμακοί. Κατά μία εκδοχή, το όνομα προέρχεται από τη θαυμάσια θέα προς την “κοίλη” Θεσσαλία, που επίπεδη σαν θάλασσα απλώνεται στους πρόποδες της απότομης πλαγιάς. Ο Michel Sivignon σημειώνει στο βιβλίο του (1992): “Την εκπληκτικότερη θέα μας την προσφέρει ο Δομοκός... Από εδώ το χειμώνα το πανόραμα απλώνεται πάνω από τα τετράγωνα των χωραφιών και μακριά στον ορίζοντα τις μέρες που ο ουρανός είναι καθαρός μέχρι τον επιβλητικό χιονισμένο όγκο του Ολύμπου. Το καλοκαίρι η αντίθεση είναι εξίσου έντονη, ανάμεσα στην ισχνή βλάστηση από πουρνάρια του πρώτου πλάνου στα πράσινα τετράγωνα του βαμβακιού και τα κίτρινα των καλαμιών χαμηλότερα”. Αυτή η κωμόπολη και πρωτεύουσα της επαρχίας Δομοκού, όπως δείχνουν τα ερείπια της αρχαίας και της μεσαιωνικής οχύρωσης, διατηρούσε πάντοτε σπουδαία σημασία λόγω της κομβικής της θέσης πάνω στον κύριο δρόμο προς τη Θεσσαλία.
Παλαιοί και σημερινοί δρόμοι
Για χρόνια, ο κύριος δρόμος που συνέδεε την Αθήνα με την Θεσσαλονίκη ήταν αυτός που περνά από τη Λαμία και τη διάβαση της Φούρκας (800 μ.), ύστερα κατεβαίνει στη λεκάνη της Ξυνιάδας και ανεβαίνει ξανά στα βόρεια της Όθρυος στην έξοδο για τη Θεσσαλία, όπου δεσπόζει ο Δομοκός (βλ. Σχήμα 4). Ο δρόμος οδηγεί στο Νέο Μοναστήρι (αρχαία Πρόερνα), πρωτεύουσα του Δήμου Θεσσαλιώτιδος που διοικητικά ανήκει στο νομό Φθιώτιδος. Από εκεί κατευθύνεται προς τα Φάρσαλα και τη Λάρισα ή στρέφεται δυτικά προς την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, για τις οποίες ο δρόμος από το Δομοκό είναι ακόμη ο βασικός δρόμος επικοινωνίας με τη Νότια Ελλάδα. Ο αμαξιτός δρόμος που μόλις αναφέρθηκε είναι ο κύριος δρόμος, μέσω του οποίου διασχίζεται συνήθως η Όθρυς σήμερα αλλά και στο παρελθόν (βλ. Εικόνα 2). Την Όθρυ διατρέχουν άλλοι δύο δρόμοι, γνωστοί επίσης από την αρχαιότητα. Ο ένας από τη Λαμία μέσω της κεντρικής Όθρυος οδηγεί στη Μελιταία και από εκεί στα Φάρσαλα χωρίς να περάσει από το Δομοκό, και δεν χρησιμοποιείται πια σήμερα. Ο άλλος είναι ο παραλιακός δρόμος που οδηγεί στη Λάρισα μέσω της ανατολικής απόληξης της Όθρυος. Την ίδια διαδρομή ακολούθησε και η χάραξη της εθνικής οδού για το τμήμα από τη Λαμία μέχρι τη Λάρισα που λειτουργεί από το 1968, παρακάμπτοντας επίσης το Δομοκό.
Η Όθρυς στη νεώτερη ιστορία
Η κορυφογραμμή της Όθρυος από το 1830 μέχρι το 1881 αποτέλεσε το σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και στα υψώματά της έβρισκαν κρησφύγετο ληστές. Γύρω στα 1878, όταν η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα φαινόταν πιθανή και η αναχώρηση των Τούρκων είχε αρχίσει, ξεκινά μια περίοδος αναταραχών για την περιοχή που τελειώνει με την προσάρτησή της στην Ελλάδα το 1881 και την υπογραφή της συνθήκης του Βερολίνου. Η κατάληψη της οχυρής θέσης του Δομοκού το 1897 οδήγησε μετά από λίγο στο τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου (βλ. Εικόνα 3). Στη διάρκεια της αντίστασης και του εμφύλιου πολέμου η ΄Οθρυς αποτέλεσε βάση και καταφύγιο ανταρτών (“κλαρίτες”).
Πληθυσμιακή και διοικητική κατάσταση
Διοικητικά το οροπέδιο ανήκει στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδος. Από τους τρεις δήμους της επαρχίας οι δύο, Δομοκού και Ξυνιάδας, βρίσκονται στο οροπέδιο, ενώ ο τρίτος δήμος, της Θεσσαλιώτιδας, κάτω στη θεσσαλική πεδιάδα. Η επαρχία Δομοκού παρέμεινε από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους διοικητικά εξαρτημένη από τη Θεσσαλία.
Τα χωριά της Όθρυος που βρίσκονται στην περιφέρεια του οροπεδίου, παρά το μικρό ύψος των κορυφών του βουνού, έχουν υψηλό μέσο υψόμετρο για ημιορεινές κοινότητες. Μόνο δύο κοινότητες είναι ορεινές, το Νεοχώρι και η Ανάβρα (Γούρα) που ανήκει διοικητικά στη Μαγνησία. Η περιοχή έχει χαμηλή γενική πυκνότητα του πληθυσμού, κάτω από 10 κατοίκους στο τετραγωνικό χιλιόμετρο. Αντίθετα στην αρχαιότητα η Όθρυς ήταν πιο πυκνοκατοικημένη από ότι είναι σήμερα, όπως μαρτυρούν τα ερείπια πόλεων που βρίσκονται στα τριγύρω υψώματα: νότια η σημαντικότερη αρχαία πόλη της περιοχής, η Μελίτεια, βρίσκεται στην ίδια θέση με το σημερινό χωριό Μελιταία, βορειοδυτικά η Πήρεια βρίσκεται μεταξύ των χωριών Πετρωτού και Αχλαδιάς, δυτικά οι Ξυνιαί κοντά στο χωρίο Κορομηλιά και ανατολικά η Μόρια κοντά στο χωρίο Φιλιαδώνα (βλ. Σχήμα 5).
Η κυριαρχία των δρυών
Στη φυσική βλάστηση της περιοχής κυριαρχούν οι δρυς είτε με τη μορφή αείφυλλων και σκληρόφυλλων πουρναριών είτε με τη μορφή “δέντρων” ή ντούσκα όπως ονομάζονται οι δρυς των οποίων τα φύλλα της προηγούμενης χρονιάς παραμένουν στο δένδρο μέχρι να φανούν τα καινούργια την άνοιξη. Τα κύρια είδη δένδρων και θάμνων που συνοδεύουν τις δρυς είναι: η αγκορτσιά, η κοκκορετσιά, το παλιούρι, η λυγαριά, τα βάτα, οι κληματίδες, κ. α. Στις ρεματιές συναντάμε ιτιές και πλατάνια ενώ ανεβαίνοντας προς την ορεινή ζώνη η σχέση μεταξύ των δυο μορφών δρυός μεταβάλλεται προς όφελος των “δέντρων” και των φυτών που την ακολουθούν όπως η κρανιά, ο γαύρος και ο κέδρος.
Οι δρυς είναι αυτές που συνθέτουν τα πιο χαρακτηριστικά τοπία της περιοχής. Έτσι έχουμε πυκνούς, σχεδόν αδιαπέραστους, αγκαθωτούς λόγγους χαμηλού ύψους από πουρνάρια στην καλλιεργούμενη ζώνη του οροπεδίου και, κυρίως, στην ακαλλιέργητη ζώνη πάνω από τους οικισμούς, δάση από “δέντρα” κυρίως στην ορεινή ζώνη, μικρές αποικίες δάσους “δέντρων” στις χαραδρώσεις του υδρογραφικού δικτύου, πολλά απομονωμένα διάσπαρτα “δέντρα” στην καλλιεργούμενη ζώνη και, τέλος, παρόχθια βλάστηση με πλατάνια στα ρέματα. Στο παρελθόν, η αγροκτηνοτροφική οργάνωση της περιοχής επέβαλε τη συμπληρωματική εκμετάλλευση των καλλιεργούμενων χωραφιών και της φυσικής βλάστησης. Η φυσική βλάστηση αξιοποιούταν στη βοσκή των ζώων, οριοθετούσε τις ιδιοκτησίες και παρήγαγε καύσιμη ύλη. Ευρύτατη ήταν η χρησιμοποίηση των κομμένων κλαδιών δρυός για την κατασκευή φραχτών, ποιμνιοστασίων ("μαντριά", "τσαρδάκια", κλπ), πασσάλων ή διάφορων εργαλείων κλπ (βλ. Εικόνες 4, 5 και 6).
Ο γεωργικός εκσυγχρονισμός στο βουνό των δημητριακών
Στην κυρίως γεωργική περιοχή του οροπεδίου η κυματοειδής μορφή του ανάγλυφου επιβάλλεται στη γενική εικόνα του τοπίου. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι καλλιεργημένες και οι ακαλλιέργητες ζώνες, με τα χαρακτηριστικά και τις σχέσεις που ανέπτυσσαν μεταξύ τους, συγκροτούσαν μια σχετικά σταθερή αγροτική και οικολογική δομή. Η δομή αυτή αντιστοιχούσε στην αξιοποίηση του αγροτικού χώρου από τις γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες της περιοχής, σύμφωνα με τις αγροτεχνικές δυνατότητες της εποχής.
Το 1953, γίνεται ο πρώτος αναδασμός στην επαρχία και ένας από τους πρώτους στην Ελλάδα. Μέχρι το τέλος του 1992, η επιχείρηση αναδασμός στην επαρχία Δομοκού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί αφού είχε εφαρμοστεί σε όλα σχεδόν τα χωριά και στο 80% της γεωργικής γης. Η εφαρμογή του αναδασμού είχε ως άμεσο επακόλουθο τη μείωση του έντονου πολυτεμαχισμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (από 11,8 αγροτεμάχια κατά μέσο όρο σε 4,7). Από την άλλη, προκάλεσε δύο σημαντικές αλλαγές. Οδήγησε σε έργα μαζικής εκρίζωσης φυτικών φραχτών, κάλυψης χειμάρρων και λάκκων, καθώς εφαρμόστηκε σε περιοχές με χαμηλή γεωργική αλλά υψηλή οικολογική αξία. Έπαιξε επίσης το ρόλο του επιταχυντή των αλλαγών με την εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής. Η εντατικοποίηση σήμαινε για την περιοχή γεωργική έξοδο, υποκατάσταση των συστημάτων πολυκαλλιέργειας και, κυρίως, όλο και πιο εντατική χρήση των εισροών, δηλαδή αύξηση της χρήσης αρδευτικού νερού και περισσότερα ανόργανα λιπάσματα, φυτοφάρμακα κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν τα διαβρωτικά φαινόμενα και η αγροτική γη να χάσει σε μεγάλο βαθμό την αξία της ως ενδιαίτημα ορισμένων φυτών και ζώων, αφού απομακρύνθηκαν τα υπολείμματα της φυσικής βλάστησης που υπήρχαν στη γύρω περιοχή και τα περιθώρια των χωραφιών. Καταστράφηκαν, επίσης, ορισμένα στοιχεία των παραδοσιακών αγροτικών τοπίων και επιταχύνθηκε η δημιουργία νέων σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και τη γη.
Πάντως, παρά τις αλλαγές αυτές, τα στοιχεία της φυσικής βλάστησης που διατηρούνται (μορφή και –κυρίως- ύψος, συνέχεια, εποχιακή ποικιλότητα, κατανομή, έκταση), προσδίδουν ποικιλότητα στο τοπίο και συμβάλλουν στη διατήρηση σημαντικών οικολογικών λειτουργιών (π.χ. οικολογικός διάδρομος) (βλ. Εικόνα 7).
Η ‘Οθρυς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το βουνό των δημητριακών που παρέχει χαμηλές αποδόσεις και συντηρεί χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού. Βέβαια, αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ευφορία της περιοχής κατά την αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν τα ερείπια των πόλεων στις πλαγιές του οροπεδίου, αλλά και ο στάχυς ως σύμβολο νομισματικού συνδέσμου μεταξύ αρχαίας Μελιταίας και Φερών. Καθώς οι παραδοσιακές δραστηριότητες ήταν πάντα μοιρασμένες ανάμεσα στην κτηνοτροφία και στη γεωργία, τα χωριά είναι συνήθως χτισμένα σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο πάνω στις πλαγιές. Τα τελευταία 40 χρόνια έχει σημειωθεί μια γενική αύξηση της αγροτικής παραγωγής χάρη σε σημαντικούς μετασχηματισμούς στην αγροτική οικονομία και κοινωνία. Η κατάργηση της αγρανάπαυσης και οι εκχερσώσεις επέτρεψαν μια αξιόλογη αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων (βλ. Εικόνα 8). Αλλά η αύξηση αυτή έφτασε γρήγορα στο όρια που θέτουν τα φυσικά δεδομένα. Τα σημερινά επίπεδα παραγωγής οφείλονται περισσότερο σε αλλαγές στο τεχνικό επίπεδο, δηλαδή στην αυξημένη εκμηχάνιση των εκμεταλλεύσεων (κυρίως με ελκυστήρες, σπαρτικές μηχανές, μηχανοκίνητους ψεκαστήρες, χορτοσυλλεκτικές μηχανές και αντλίες αρδεύσεων) και στη γενική βελτίωση των καλλιεργητικών διαδικασιών μέσω της σταδιακής εισαγωγής της χημικής ζιζανιοκτονίας και φυτοπροστασίας, της εντατικοποίησης της λίπανσης, της εισαγωγής νέων βελτιωμένων ποικιλιών, της διάνοιξης γεωτρήσεων, κ.α. Πέρα από αυτήν την καθαρά τεχνική πλευρά, αλλαγές επέφερε και η εξειδίκευση των συστημάτων παραγωγής. Εκφράστηκε κυρίως με την εγκατάλειψη της κτηνοτροφίας από την πλειοψηφία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, την κυριαρχία του σταριού και, όπου υπάρχει νερό, του αραβοσίτου και της βιομηχανικής ντομάτας και την απλοποίηση των συστημάτων καλλιέργειας (μείωση των καλλιεργούμενων ειδών με παύση της καλλιέργειας παραδοσιακών για την περιοχή φυτών όπως τα όσπρια, περιορισμό των αμειψισπορών). Το συνολικό αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών ήταν μια γενική άνοδος της παραγωγικότητας (βλ. Εικόνα 9).
Και σήμερα η καλλιέργεια του σκληρού σταριού και του κριθαριού αποτελεί την αποκλειστική καλλιέργεια στις πλαγιές της Όθρυος. Στο εσωτερικό όμως του οροπεδίου και χάρη στον πολλαπλασιασμό των γεωτρήσεων (αποτέλεσμα με ελάχιστες εξαιρέσεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας), οι αρδευόμενες καλλιέργειες επεκτάθηκαν σημαντικά. Κεντρικό ρόλο παίζουν η καλλιέργεια του καλαμποκιού (η οποία αύξησε πολύ τις αποδόσεις με την εισαγωγή των υβριδίων), των ζαχαρότευτλων, της βιομηχανικής ντομάτας, του καπνού και της μηδικής. Η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν περιορισμένη εξαιτίας κυρίως των ακατάλληλων κλιματικών συνθηκών. Βέβαια οι δυνατότητες των υδροφόρων οριζόντων δεν είναι απεριόριστες, όπως πιστοποιείται και από την πτώση της στάθμης των γεωτρήσεων κατά τα τελευταία χρόνια.
Η κτηνοτροφία ασκείται γενικά με παραδοσιακό εκτατικό τρόπο. Τα ζώα, το 90% των αιγοπροβάτων και το 30% περίπου των βοοειδών, βόσκουν κυρίως στους ημιορεινούς βοσκότοπους της Όθρυος. Τα θαμνολίβαδα πουρναριού είναι τα σπουδαιότερα λιβάδια της περιοχής και στηρίζουν την αιγοτροφία του οροπεδίου. Τελευταία παρατηρούνται τάσεις εντατικοποίησης της εκτροφής των ζώων με μεγαλύτερη έμφαση στον ενσταυλισμό και στην παραγωγή ζωοτροφών στις γεωργικές εκτάσεις.
Να σημειωθεί τέλος, ότι η τελευταία μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Κ.Α.Π.) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που άρχισε να εφαρμόζεται από το 2006 και η οποία, ανάμεσα σε άλλα, μείωσε τον προστατευτικό και τον παρεμβατικό της ρόλο, κατέστησε ορισμένες άλλοτε “δυναμικές” καλλιέργειες εντελώς ασύμφορες. Τα ζαχαρότευτλα, η βιομηχανική ντομάτα και ο καπνός, άλλοτε προσοδοφόρες καλλιέργειες για τους αγρότες της περιοχής, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Αντίθετα, έχουν αυξηθεί η καλλιέργεια της μηδικής, και η υπαίθρια καλλιέργεια κυρίως όψιμων λαχανικών.
Οι προοπτικές
Στο οροπέδιο του Δομοκού το βάρος των φυσικών καταναγκασμών είναι μέτριο, η γεωργία ασκείται, για ιστορικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, χωρίς διακοπή από πολύ παλιά, και κυριαρχούν ακόμη τα ημιεκτατικά και ημιεντατικά συστήματα. Η τάση εγκατάλειψης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έχει ενταθεί πολύ τελευταία είτε γιατί δεν εξασφαλίζεται η διαδοχή των μονάδων παραγωγής, είτε γιατί ορισμένες εκτάσεις, στις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού, καθιστούν ασύμφορη τη γεωργική αξιοποίηση. Ταυτόχρονα έχει συντελεστεί μεταφορά και επέκταση των εντατικών διαδικασιών παραγωγής εκεί όπου, παλαιότερα, οι περιορισμοί του φυσικού περιβάλλοντος καθόριζαν –σε ένα βαθμό– τα συστήματα καλλιέργειας και επέβαλλαν ένα συγκεκριμένο τρόπο διαχείρισης των πόρων.
Σήμερα, η βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής απαιτεί επιλογή και διεξαγωγή των καλλιεργειών με τρόπο που θα λαμβάνει υπόψη της το δυναμικό του φυσικού περιβάλλοντος προκειμένου να περιοριστούν οι δαπάνες εισροών και, κυρίως, να μειωθούν οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που ενυπάρχουν σε ένα περιβάλλον με χαμηλές δυνατότητες και σχετικά ισχυρούς περιορισμούς. Επιπλέον, σε αυτή την ημιορεινή περιοχή το φυσικό περιβάλλον έχει απομνημονεύσει στοιχεία παλαιότερης αγροτικής δραστηριότητας (π.χ. φυτικοί φράχτες, λιβάδια κλπ) και έχουν διαμορφωθεί αγροτικά τοπία με υψηλή οικολογική, αισθητική και συναισθηματική αξία, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στις σημερινές χρήσεις (βλ. Εικόνα 10). Είναι λοιπόν απαραίτητο να δημιουργηθούν στην περιοχή συνθήκες για τη διατήρηση των εκτατικών συστημάτων, που είναι παραδοσιακά συστήματα χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλής χρήσης γεωργικών εισροών και τα οποία, εκτός από την κοινωνική και πολιτιστική τους αξία, είναι σημαντικά και από περιβαλλοντική άποψη για το ρόλο τους στη διατήρηση των οικοτόπων, της εξαρτώμενης από αυτά άγριας ζωής και των αγροτικών τοπίων. Επίσης, καίριας σημασίας για την περιοχή είναι η προώθηση ήπιων μορφών αγροτικής αξιοποίησης (βιολογική γεωργία, ολοκληρωμένη παραγωγή) που δεν θα αποτελούν επιστροφή στο παρελθόν αλλά μορφή εκσυγχρονισμού.
Αναδασμός και φυσική βλάστηση
Ο αναδασμός, στην πράξη, εκφράζεται με τη συγκέντρωση και αναδιανομή των διασκορπισμένων αγροτεμαχίων, με την καλύτερη αναδιάταξη των οδών προσπέλασης και, μερικές φορές, με την εκτέλεση ορισμένων άλλων βελτιώσεων γεωργικού ενδιαφέροντος (π.χ. αρδευτικών, αποστραγγιστικών έργων). Συνιστά μια ανασύσταση της αγροτικής δομής που γίνεται για να ευνοηθεί η υιοθέτηση νέων τεχνικών, όπως η εκμηχάνιση, και για να δημιουργηθούν συνθήκες παραγωγής που θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα της γεωργικής εργασίας.
Στην κοινότητα Μακρολίβαδου, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του Δομοκού, ο αναδασμός έγινε το 1961. Η εν λόγω περίπτωση, ως αντιπροσωπευτική του τρόπου εφαρμογής του στην ημιορεινή Ελλάδα, επιτρέπει να κάνουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες συγκρίσεις ανάμεσα στην προ του αναδασμού κατάσταση του αγροτικού τοπίου και στη σημερινή. Η καλλιεργούμενη ζώνη στην οποία εφαρμόστηκε ο αναδασμός βρισκόταν σε επαφή με τη φυσική βλάστηση, καθώς τη διέτρεχε ένα συνεχές και έντονα διακλαδιζόμενο δίκτυο ακαλλιέργητων και θαμνοσκεπών εκτάσεων. Το τοπίο παρουσίαζε την εικόνα ενός μωσαϊκού από καλλιεργημένες και ακαλλιέργητες ζώνες όπως φαίνεται και στην αεροφωτογραφία του 1960 στο Σχήμα 6. Η συνένωση πολλών μικρών καλλιεργούμενων ή μη αγροτεμαχίων για να αποδοθούν στους νέους ιδιοκτήτες οδήγησε στην εκρίζωση σημαντικού μέρους της υπάρχουσας βλάστησης και την κάλυψη και ισοπέδωση μικρών ρεμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να αλλάξει πολύ το αγροτικό τοπίο της περιοχής με την απομάκρυνση ενός σημαντικού τμήματος της φυσικής βλάστησης, την αναδιάρθρωση των οδών προσέγγισης και τη μεταβολή του αρχικού δικτύου απορροής του νερού (βλ. Σχήματα 7 και 8). Να σημειωθεί ότι, μετά την πρώτη, εντατική περίοδο των έργων, οι εκθαμνώσεις και η εκρίζωση μεμονωμένων δένδρων συνεχίστηκαν και συνεχίζονται ακόμη και σήμερα, προφανώς με πολύ βραδύτερους ρυθμούς (βλ. Σχήματα 9 και 10). Εντυπωσιακή γίνεται η σύγκριση αν εστιάσουμε σε μια μικρή ζώνη με έντονο πολυτεμαχισμό και εξειδικευμένη καλλιέργεια κηπευτικών προ του αναδασμού (βλ. Σχήμα 11). Σήμερα, στην ίδια ζώνη, η εικόνα του τοπίου έχει αλλάξει, τα αγροτεμάχια είναι πολύ μεγαλύτερα, η γεωμετρική κλίμακα αυξήθηκε, το οδικό δίκτυο έγινε γεωμετρικό και η βλάστηση περιορίστηκε στο βάθος και στις πλαγιές χαραδρώσεων ή ρεμάτων και απέκτησε γραμμική μορφή. (βλ. Σχήμα 12).
Να σημειωθεί, πάντως, ότι παρά τους προαναφερθέντες μετασχηματισμούς στο τοπίο του οροπεδίου του Δομοκού, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη γενικευμένη εφαρμογή του αναδασμού, το αγροτικό τοπίο, συγκροτούμενο από τις καλλιεργούμενες ζώνες που έχουν διατηρήσει σημαντικό μέρος της φυσικής βλάστησης, τους βοσκοτόπους και τις δασικές εκτάσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί ως υψηλής αισθητικής αξίας και θα μπορούσε στο μεγαλύτερο μέρος του να ενταχθεί στις Γεωργικές Περιοχές Υψηλής Φυσικής Αξίας, μια υπό προετοιμασία κατηγορία προστατευόμενων περιοχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Μπεόπουλος, Ν. (1996) “Περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εφαρμογή του αναδασμού στην ημιορεινή ζώνη”, Τόπος 11, σσ. 61-86.
Παπαλέξης, Δ. (1988) “Ένας ξαφνικός θάνατος”, Νέα Οικολογία, Απρίλιος 1988, σσ. 35-37.
Παπαναστάσης, Β. (1992) “Νομός Φθιώτιδας. Παραγωγικές δυνατότητες ανάπτυξης των βοσκοτόπων”, Αγροτική, Φεβρουάριος 1992, σσ. 20-23.
Sivignon, M. (1992) Θεσσαλία γεωγραφική ανάλυση μιας ελληνικής περιφέρειας, Αθήνα: Μορφωτικό Ινστιτούτο Αγροτικής Τράπεζας.
Stahlin, F. (2002) Αρχαία Θεσσαλία, Θεσσαλονίκη: Αδελφοί Κυριακίδη Α.Ε.
Συλλαίος, Ν. (1981) Σχέση φυσιογραφίας και εδαφών της λεκάνης Ξυνιάδας (Ν. Φθιώτιδας), Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη