Αναρτήθηκε στις:
Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013
Δημοσιεύθηκε από
billym
ΜΑΝΤΑΣΙΑ
ΜΑΝΤΑΣΙΑ ΔΟΜΟΚΟΥ
Η
Μαντασιά είναι ένα γραφικό χωριό, έδρα της πρώην ομώνυμης Κοινότητας
που σήμερα ως «Τοπική Κοινότητα» ανήκει στο Δήμο Δομοκού. Βρίσκεται 50
χλμ. βόρεια της Λαμίας και 12 χλμ. ανατολικά του Δομοκού, κοντά στα όρια
με το Νομό Λάρισας.
"Είναι ένα
ηλιόλουστο χωριό με δυτικό προσανατολισμό, χτισμένο αμφιθεατρικά πάνω σ’
ένα λόφο στις βορειοανατολικές υπώρειες της ‘Οθρυος και σε υψόμετρο 420
μ."
Ξεκινώντας από βορειοανατολικά,
συνορεύει με τη Σκοπιά Φαρσάλων και προχωρώντας βόρεια, συναντάμε τα
χωριά Αχλαδιά και Πετρωτό. Στη συνέχεια και δυτικά είναι τα χωριά Βούζι,
Λεύκα και Πολυδένδρι. Νοτιοδυτικά βρίσκονται τα χωριά Καρυές,
Μακρολείβαδο. Παλαμά, Μελιταία και Φιλιαδώνα. Τέλος νότια και
νοτιοανατολικά είναι το Νεοχώρι και η Ανάβρα Μαγνησίας.
Μετά
την επανάσταση του 1821 και τις ανεπιτυχείς προσπάθειες απελευθέρωσης
της Λαμίας και της ευρύτερης περιοχής (1821-1824) και παρά τις
προσπάθειες των Τούρκων να παραμείνει η Λαμία εκτός των συνόρων του
νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, η συνοριακή γραμμή Αμβρακικού -
Παγασητικού (Άρτας - Βόλου) με το πρωτόκολλο του Λονδίνου, το Σεπτέμβρη
του 1831, όριζε η Λαμία να βρίσκεται εντός της Ελλάδας. Οι Τούρκοι την
παρέδωσαν στο Ελληνικό κράτος στις 28 Μαρτίου 1833 και αποτέλεσε με τη
Νέα Πάτρα (Υπάτη) την επαρχία Φθιώτιδας. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, από
το 1835 ως το 1860, άρχισε η ανάπτυξη της ακριτικής τότε περιοχής της
Λαμίας, καθώς έφθασαν εκεί Έλληνες από όλες τις περιοχές της πατρίδας,
όπως Θεσσαλοί, Ηπειρώτες, Μακεδόνες και Πελοπονήσιοι. Στα πλαίσια του
εποικισμού και των μετακινήσεων αυτών καταφθάνουν και εγκαθίστανται στην
ευρύτερη περιοχή του υπό ίδρυση χωριού, άνθρωποι από διάφορες περιοχές.
Τρεις είναι οι πιθανές εκδοχές για τον χώρο της προσωρινής εγκατάστασής τους:
α)
Εγκαταστάθηκαν στη θέση Παλαιοχώρι που βρίσκεται κάτω από τον Πυργάκο,
δυτικά του χωριού. Η θέση αυτή ονομάστηκε Παλαιοχώρι ή επειδή ήταν το
παλιό χωριό των κατοίκων ή προϋπήρχε ως αρχαίος οικισμός.
β)
Η αρχική εγκατάσταση ήταν το Παλαιοχώρι που βρίσκεται βόρεια του χωριού
και βόρεια του Κάστρου στην αντίπερα όχθη του ποταμού. Από παλιότερους
λέγεται ότι ενέσκηψε κάποια αρρώστια - επιδημία μεταξύ των κατοίκων και
αναγκάστηκαν έτσι να αλλάξουν τόπο διαμονής και να έρθουν στο χώρο του
σημερινού χωριού.
γ) Πιθανόν να είχαν εγκατασταθεί από την αρχή στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το χωριό.
Η
συνολική έκταση καλλιεργήσιμης και μη γης, που σιγά - σιγά περιήλθε στα
χέρια των κατοίκων του χωριού, έφτανε τις 50 ψήφους (μία ψήφος
ισοδυναμούσε με 250 στρέμματα). Απ’ αυτές οι 32 βρίσκονταν στην Κατοχή
των Κονιάρηδων· ήταν δε, οι Κονιάρηδες, κάτοικοι του τούρκικου χωριού
Αειδημοσλή. Με το όνομα Κονιάρος αναφέρονται σι Τούρκοι της Μακεδονίας
και της Θεσσαλίας, αφετηρία των οποίων υπήρξε το Ικόνιο της Μ. Ασίας. Οι
κάτοικοι των κονιαροχωρίων αποτελούσαν ισχυρό πολεμικό στοιχείο, ήταν
πολύ φανατισμένοι και τους ανήκε η εύφορη πεδιάδα της Θεσσαλίας και της
επαρχίας Δομοκού. Άλλες 16 ψήφοι ανήκαν στον Αναγνώστη, ο οποίος πρέπει
να ήρθε από την Πελοπόννησο, γιατί το όνομα αυτό είναι ευρέως
διαδεδομένο στην Περιοχή της Αρκαδίας και της Μάνης και συνδεδεμένο με
τον Αγώνα του ’21. Τέλος 2 ψήφους κατείχε ο Φιτάς. Εκτός απ’ αυτή την
συγκεκριμένη έκταση, υπήρχε και άλλη στην κατοχή άλλων Ελλήνων, όπως του
Μαντά ή Τούρκων τσιφλικάδων, όπως του Ηπειρώτικης καταγωγής Αμπντούλ
Μπέη, ο οποίος έφυγε από την περιοχή το 1860. Το χωριό γύρω από μια
κεντρική πλατεία, που ονομαζόταν Μεσοχώρι,κόπηκε σε 16
οικόπεδα-μοιρασιές που η κάθε μια είχε το αλώνι της και το γιούρτι
(χώρος που χρησιμοποιούσαν για τις λιάστρες των καπνών). Δύο δρόμοι
φαρδύς, 20 μέτρων ο καθένας, έκοβαν το χωριό στα τέσσερα και ήταν
κάθετοι μεταξύ τους·ο ένας με κατεύθυνση από το βορρά στο νότο, και ο
άλλος με κατεύθυνση από την ανατολή στη δύση. Ανάλογα με τον αριθμό των
μελών κάθε οικογένειας δόθηκε μία ψήφος-μοιρασιά σε πολυμελή οικογένεια ή
μία ψήφος σε δυο μαζί ολιγομελείς οικογένειες. Οι οικογένειες που
κατέλαβαν τις 16 ψήφους συνολικά ήταν 22. Αρχικά, οι κάτοικοι δουλεύουν
στα λιγοστά χωράφια, που μπόρεσαν να αγοράσουν ή να ενοικιάσουν. Σε
καμιά περίπτωση όμως δεν δούλεψαν ως κολλήγοι. Παράλληλα ασχολούνται και
με την κτηνοτροφία. Το 1860 αποφασίζουν να ιδρύσουν το κανονικό χωριό,
αγοράζοντας και την έκταση από τον Μαντά, γι’ αυτό και πολλοί πιστεύουν
ότι από τ’ όνομά του πήρε το χωριό την ονομασία του: Μαντάς = Μαντασιά.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ:
Η καταγωγή των πρώτων κατοίκων ήταν:
Μπουρογιανναίοι, από τη Μάνη
Κουβελαίοι, από τη Ναύπακτο
Ραπταίοι, από τη Σπερχειάδα
Τσικναίοι, από τη Μακρακώμη
Φαναίοι, από τη Μακρακώμη
Τσιμπουκαίοι, από το Λογγίτσι
Παπαδημητραίοι, από το Λογγίτσι
Χαλεπλαίοι, από τη Σπάρτη
Καραθαναίοι, από το Μεσολόγγι
Αλεξοπουλαίοι, από το Μακρολίβαδο
Καραγκουναίοι, από τα Τρίκαλα
Η καταγωγή των παρακάτω μεταγενέστερων οικογενειών ήταν:
Τσιουμαίοι (Κώστας και Γιάννης), από τη Γιαννιτσού
Σωτηροπουλαίοι (Κώστας και Βαγγέλης), από τη Μακρακώμη
Βλαχαίοι, από τον Ασπροπόταμο Τρικάλων.
Οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στο Καραχασάν κατάγονταν:
Κολοβαίοι, από τα Τρίκαλα
Τζαμαραίοι, από τη Σπερχειάδα
Οι πρώτες οικογένειες, που εγκαταστάθηκαν στο χωριό, ήταν οι εξής:
(εντός παρενθέσεως τα ονόματα των παιδιών τους).
Μπουρογιάννης (Γιωργάκης, Μήτρος, Αποστόλης, Νάσιος)
Κουβέλης (Στάθης, Κωνσταντής, Νικολάκης, Γιώργος, Γιάννη)
Χαλεπλής (Χρήστος, Θύμιος, Ζάχος, Σπύρος)
Τσίκνας (Γιώργος, Βασίλης, Γιάννης)
Ράπτης (Τράντας, Δημήτρης)
Φανής ή Φανόπουλος (Στάθης, Γιώργος)
Δεληστάθης (Στάθης)
Καραθάνος (Θανάσης, Δήμος)
Τσιμπούκας (Δήμος, Γιώργος)
Ντάλιος (Παναγιώτης, Κωνσταντίνος, Λιάλιος)
Δημόπουλος (Αποστόλης, Παναγιώτης)
Παπαδημητρίου ή Καραπετσάκος (Δημήτρης, Νίκος).
Αλεξόπουλος ή Μαραγκόπουλος
Κουφοκώστας
Καραγκούνης (Στέργιος)
Νικολής
Κλειδοπίνακος.
Το 1880 οι παρακάτω οικογένειες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν γύρω από το χωριό:
Βλάχος (Βασίλης - Μήτρος)
Καπνίτης
Μουτκανάς (Γιάννης - Σπύρος - Μήτσος)
Τσιούμας (Γιάννης - Κώστας)
Ρίζος
Σωτηρόπουλος
Βλαχάκης και λίγα χρόνια αργότερα οι οικογένειες των Πάσιου και Αντωνόπουλου από τα χωριά της Σπερχειάδας.
Εκείνη
την περίοδο αρχίζει σταδιακά η αποχώρηση των Κονιάρηδων. Η έκταση που
κατείχαν ως τότε, μοιράζεται τώρα μεταξύ των πρώτων, αλλά και των
μεταγενέστερων οικογενειών, που αναφέρονται παραπάνω. Το χωριό, χτισμένο
στους πρόποδες της Όθρυος κατά την ίδρυσή του βρισκόταν σ’ ένα
ειδυλλιακό περιβάλλον και περιστοιχιζόταν από δάσος με τεράστιες
βελανιδιές. Απομεινάρια αυτού του δάσους είναι η σημερινή «Καψάλα»
(δασάκι εκτάσεως 200 στρεμ.) δυτικά του χωριού και ο λόφος του Προφήτη
Ηλία (υψ. 563 μ.), όπου υπάρχουν ακόμα γέρικες βελανιδιές, που όμως
συνεχώς μειώνονται και η γη τους γίνεται χωράφιαΣε απόσταση 1,5-2 χλμ.
από το χωριό κυλάει τα νερά του ο ποταμός Ενιπέας και δίνει μια
ιδιαίτερη ομορφιά στην περιοχή. Τεράστια πλατάνια και ιτιές καλύπτουν
μεγάλη έκταση δεξιά και αριστερά του και σε όλο του το μήκος,
δημιουργώντας έναν ιδανικό τόπο διαβίωσης φυτών, ζώων, πτηνών αλλά και
υδρόβιων οργανισμών. Ο ποταμός ήταν και είναι πηγή ζωής για τους
κατοίκους του χωριού· ιδίως τα πρώτα χρόνια, που όλοι είχαν κάποιο
κομμάτι γης κοντά του, όπου καλλιεργούσαν τα τριφύλλια και τα κηπευτικά
τους ή είχαν φυτεμένα οπωροφόρα δένδρα. Τα νερά του τροφοδοτούσαν τ’
αρδευτικά κανάλια, που είχαν κατασκευάσει οι κάτοικοι του χωριού και
έφερναν το νερό σ’ όλα αυτά ποτίζοντάς τα ανέξοδα. Το 1977 επειδή κάθε
οικογένεια είχε πολλά μικρά κτήματα και σε πολλές διαφορετικές
τοποθεσίες, κρίθηκε αναγκαίο να γίνει δεύτερος συμπληρωματικός
αναδασμός, κι έτσι από τότε κάθε οικογένεια πήρε συγκεντρωμένα σ’ ένα ή
δύο μεγαλύτερα κομμάτια γης το μερίδιο που είχε πριν σε πολλά μικρά
κτήματα. Έκτοτε σταμάτησε η καλλιέργεια των κηπευτικών και των δένδρων,
με αποτέλεσμα να χαθεί η γραφικότητα και η ομορφιά του παραποτάμιου
τοπίου σε μεγάλο βαθμό, αφού τώρα σι μεγαλύτερες εκτάσεις,
χρησιμοποιήθηκαν για καλλιέργειες σιτηρών ή άλλων προϊόντων μαζικής
παραγωγής. Το ποτάμι πρόσφερε και προσφέρει ψυχαγωγία αλλά και τροφή
στους κατοίκους του χωριού. Το ψάρεμα ήταν απολαυστικό στα νερά του και
γινόταν με τους παραδοσιακούς τρόπους ήτοι: με τα χέρια. την απόχη, το
ψαροκόφινο και το σουλπί. Υπήρχε μεγάλη αφθονία και ποικιλία ψαριών
(κεφαλόπουλα, συρτάρια, μπριάνες αλλά και χέλια και καβούρια). Τα μεγάλα
και βαθύσκια πλατάνια πρόσφεραν τη δροσιά τους στα κοπάδια των
αιγοπροβάτων τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Η γέφυρα στο ποτάμι, που
συνδέει οδικά τη Μαντασιά με το Δομοκό, κατασκευάστηκε το 1934 με
ενέργειες του Βουλευτή Χρήστου Παναγιούλα.Εκατέρωθεν της γέφυρας
λειτουργούσαν, για πολλά χρόνια και μέχρι το 1970, δύο νερόμυλοι που
έκαναν το τοπίο γραφικό και του έδιναν μια ιδιαίτερη ομορφιά. Αυτοί οι
μύλοι, εκτός της μεγάλης αποστολής τους να μετατρέπουν το σιτάρι, το
καλαμπόκι και άλλα δημητριακά σε αλεύρι για την τροφοδοσία των κατοίκων
της Μαντασιάς και των γειτονικών χωριών, υπήρξαν και κέντρα συνάντησης,
ανταλλαγής ιδεών, πληροφόρηση; και διάδοσης νέων. Εκεί πήγαιναν οι
κάτοικοι των γύρω χωριών με τα ζώα τους φορτωμένα με σιτάρι ή κάποιο
άλλο καρπό, και κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, μέχρι να έρθει η
σειρά τους για ν’ αλέσουν, συνομιλούσαν και περνούσαν ευχάριστα το χρόνο
τους. Ο νερόμυλος που βρισκόταν από τη μεριά του χωριού ήταν
κοινοτικός. Για πολλά χρόνια και μέχρι το 1940 τον εκμεταλλευόταν
κάποιος από το Καραχασάν επονομαζόμενος «Αλατάς». Το ενοίκιο που είχε
υποχρέωση να καταβάλλει στην Κοινότητα, είχε την εξής μορφή: Για δύο
ημέρες, συνήθως Σαββατοκύριακο, το αυλάκι που τροφοδοτούσε με νερό το
μύλο, ήταν στη διάθεση των κατοίκων για να ποτίζουν τα «κήπια» τους ο
μυλωνάς επίσης, είχε την υποχρέωση να καθαρίζει και να διατηρεί το
αυλάκι σε καλή κατάσταση για όσο διάστημα αυτό ήταν σε χρήση. Από το
1955 και μετά, την εκμετάλλευση του νερόμυλου ανέλαβε ο Μπαρούτας
Μάρκος, ο οποίος ήρθε από τον Αλμυρό και εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα.Ο
άλλος νερόμυλος από την απέναντι όχθη ήταν Αει-Δημοσλίτικος. Πρώτος τον
αγόρασε από τους Τούρκους ο Κουβέλης Αναστάσιος και αργότερα ως
συνέταιρος με μικρό μερίδιο συμμετείχε και ο Παπαδημητρίου Γεώργιος
(Παπαδογιώργος). Στη συνέχεια τον εκμεταλλεύτηκε για λίγα χρόνια και
μέχρι το 1936 ο Λαγός Γιάννης, οπότε τον αγόρασαν σι Παπακωνσταντίνου
Αποστόλης και Μάρτζης Αντώνης, που ήρθαν από το Καστανόφυτο Καστοριάς.
Οι κάτοικοι που χρησιμοποιούσαν το νερό που τροφοδοτούσε αυτό τον μύλο
πλήρωναν δικαίωμα άρδευσης σε είδος (συνήθως σιτάρι).
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ:
Στο
σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να παραθέσουμε ορισμένα ονόματα τόπων ή
περιοχών που βρίσκονται σε μικρή απόσταση γύρω από το χωριό, γιατί αυτά
συνδέονται άμεσα με την πορεία του μέσα στο χρόνο και στο χώρο, αφού
στην ουσία ήταν σα να υπάγονταν σ’ αυτό.
1) Στα σύνορα με τη Λεύκα υπάρχει ένα ύψωμα με την τούρκικη επωνυμία Τσικούτ - Αρλά.
2) Πέρα απ’ το ποτάμι και πάνω από τον Μύλο, είναι η Δερβισόρραχη. Εκεί είχε την κατοικία του ο Τούρκος Αγάς.
3)
Απέναντι από τη Δερβισόρραχη και στις βορειοανατολικές κλιτύς του λόφου
Αποσκιά, ήταν κτισμένο το τούρκικο χωριό Αει-Δημοσλή. Οι παλιοί το
λέγανε και «κονιαροχώρι» επειδή σι κάτοικοί του ήταν όλοι Τούρκοι -
κονιάρηδες (δεν κατοικούσαν εκεί Έλληνες). Το Άει-Δημοσλή αριθμούσε
20-25 σπίτια, τα θεμέλια των οποίων είχαν σωθεί μέχρι το 1960. Το χωριό
υδροδοτούταν από πηγή της Αποσκιάς με κανάλι - σούδα, απομεινάρια του
οποίου έχουν βρεθεί κατά την εκχέρσωση των χωραφιών μετά τον αναδασμό
του 1962. Οι Κονιάρηδες αποχώρησαν το 1897- 1900 μετά τη σύναψη ανακωχής
στο τέλος του πολέμου του ‘97. Χαρακτηριστικά διηγούνταν οι παλιότεροι,
ότι φεύγοντας διαπραγματεύονταν την πώληση της γης, όσης τους είχε
απομείνει, όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με ζώα·πουλούσαν ακόμη και 500
στρέμματα για ένα δαμάλι.
4) Βόρεια του χωριού Άει-Δημοσλή βρίσκεται η Ψηλορράχη (υψ.462 μ.).
5)
Νοτιανατολικά του χωριού βρίσκεται ένας άλλος λόφος, το Καραχασάν
ή Σχισμάδα. Εκεί κατοικούσαν λίγοι Έλληνες, 10-12 οικογένειες, οι οποίοι
μέχρι το 1965 είχαν φύγει, άλλοι στη Μαντασιά και άλλοι στη Φιλιαδώνα
και στις Καρυές. Σήμερα εκεί σώζεται μόνο το εκκλησάκι της Ζωοδόχου
Πηγής.
6) Απέναντι και δυτικά της Σχισμάδας, βρίσκεται το ύψωμα Μανιτάρι ή Μαλτάρι (υψ. 461 μ.).
7)
Από τη Σχισμάδα (θέση Ιτίτσα) πηγάζει ένα ποτάμι - ξηρόρεμα και ρέοντας
βόρεια, εκβάλλει στον Ενιπέα, περνώντας απ’ την Καψάλα.»
(Γεωργίου Θ. Μπουρογιάννη «ΜΑΝΤΑΣΙΑ : Ρίζες και Κληρονομιά» Λαμία 1999.)